- εκτραγωδώ
- (-έω) (AM ἐκτραγῳδῶ)εκθέτω κάτι με δραματικό τρόπο, μεγαλοποιώαρχ.-μσν.1. περιγράφω με συγκινητικό τρόπο, παρουσιάζω κάτι τραγικότερο από ό,τι είναι2. απαγγέλω με τραγικό τρόπο3. απαγγέλλω, ρητορεύω4. αφαιρώ το προσωπείο, αποκαλύπτω.
Dictionary of Greek. 2013.