εκτραγωδώ

εκτραγωδώ
(-έω) (AM ἐκτραγῳδῶ)
εκθέτω κάτι με δραματικό τρόπο, μεγαλοποιώ
αρχ.-μσν.
1. περιγράφω με συγκινητικό τρόπο, παρουσιάζω κάτι τραγικότερο από ό,τι είναι
2. απαγγέλω με τραγικό τρόπο
3. απαγγέλλω, ρητορεύω
4. αφαιρώ το προσωπείο, αποκαλύπτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκτραγῳδῶ — ἐκτραγῳδέω deck outintragicphrase pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκτραγῳδέω deck outintragicphrase pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐκτραγῳδέω deck outintragicphrase pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐκτραγῳδέω deck… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκτραγωδώ — διηγούμαι ή παρουσιάζω δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να εντυπωσιάσω και να συγκινήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εκτραγῳδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στέφ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • προσεκτραγωδώ — έω, Α [ἐκτραγῳδῶ] παριστάνω κάτι τραγικότερο, διεκτραγωγώ επιπροσθέτως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”